- υποβοηθητικός
- -ή, -ό, Ναυτός που υποβοηθεί ή που μπορεί να υποβοηθήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβοηθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιθεώρηση — Τύπος θεατρικού έργου με τη συνύπαρξη μουσικής, χορού και πεζού λόγου, που χαρακτηρίζεται από γοργή διαδοχή εικόνων, οι οποίες ξεκινούν από μια κεντρική ιδέα που συνδέει τη μία με την άλλη και από ένα κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, με… … Dictionary of Greek
υποβοηθός — ο, η / ὑποβοηθός, ὁ, ΝΜ νεοελλ. 1. ο δεύτερος βοηθός, κυρίως σε διάφορες υπηρεσίες 2. σπαν. αυτός που συντελεί σε κάτι, υποβοηθητικός μσν. παραστάτης, υπηρέτης διαφόρων αξιωματούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + βοηθός] … Dictionary of Greek
συντελεστικός — ή, ό επίρρ. ά υποβοηθητικός, ενισχυτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)